- δουλοκρατία
- δουλο-κρᾰτία, ἡ,A slave-government, J.AJ19.4.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δουλοκρατίαν — δουλοκρατίᾱν , δουλοκρατία slave government fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)